ἀσαφές

ἀσαφές
ἀσαφής
indistinct
masc/fem voc sg
ἀσαφής
indistinct
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τἀσαφές — ἀσαφές , ἀσαφής indistinct masc/fem voc sg ἀσαφές , ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • неистовыи — (42) пр. 1. Бесчестный, лживый, недостойный, совершающий неподобающие поступки: Аще къто таковъ обрѧщетьсѧ неистовъ или дьрзъ. акы о таковыихъ мьнѣти комѹ приносити отъречениѥ (μανιώδης) КЕ XII, 100б; На лихоимьца... ѥда не всi быша тѧ изгнали.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BARBARUS — non gentis, sed vocis nomen est. Steph. Abrahamo Echellensi Histor. Arabum c. 1. vox Syrorum, apud quos, qui Straboni Scenitae dicuntur, Barbroie, i. e. filii deserti, vocentur, iam antiquitus in usu fuit. Ita autem Graeci, et post eos Romani,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… …   Dictionary of Greek

  • αμυδρώ — ἀμυδρῶ ( όω) (Α) [ἀμυδρός] 1. κάνω κάτι αμυδρό, ασθενές ή ασαφές 2. μέσ. γίνομαι αμυδρός, αδύναμος, εξασθενώ …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δισσολογώ — δισσολογῶ ( έω) (AM) φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώ αρχ. 1. λέγω δύο φορές τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώ δισσολογία. 2. επαναλαμβάνω 3. αλλάζω γνώμη 4. αφήνω ασαφές 5. (το ουδ. μτχ. πληθ.) τα δισσολογούμενα όσα εκφέρονται με δύο τρόπους (π.χ. ορός… …   Dictionary of Greek

  • επισκοτίζω — (AM ἐπισκοτίζω) [σκοτίζω] 1. ρίχνω σκιά σε κάτι 2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέω («ὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῡ φθόνου», Διογ.) …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτής — ο. θηλ. εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) [ερμηνεύω] εξηγητής, μεταφραστής νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές τού Ομήρου») 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”